κεντρομέρος

κεντρομέρος
το
βιολ. κύρια σύσφιγξη τού χρωματοσώματος, το οποίο και χωρίζει σε δύο βραχίονες, αλλ. κεντρομερίδιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρακεντρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παράκεντρο 2. φρ. «παρακεντρική αναστροφή» βιολ. τύπος χρωματοσωματικής αναστροφής που συντελείται στον έναν από τους δύο βραχίονες ενός χρωματοσώματος και η οποία δεν περιλαμβάνει το κεντρομέρος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • περικεντρικός — ή, ό, Ν [περίκεντρο] φρ. «περικεντρική αναστροφή» βιολ. τύπος χρωματοσωματικής μετάλλαξης κατά την οποία ένα τμήμα τού χρωματοσωμικού υλικού έχει αναστραφεί, δηλαδή έχει στραφεί κατά 180° και έχει ενωθεί ξανά με το χρωματόσωμα συμπεριλαμβάνοντας… …   Dictionary of Greek

  • τελοκεντρικός — ή, ό, Ν βιολ. (για χρωματόσωμα) αυτό στο οποίο το κεντρομέρος ή κεντρομερίδιο, δηλαδή το σημείο στο οποίο υπάρχει η κύρια σύσφιγξη, βρίσκεται στο άκρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telocentric < τέλος + κεντρικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”